Προσθέσαμε μια νέα σελίδα στις σελίδες μας. Λέγεται ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΩΝ.
Πάντα εμπιστευόμουν περισσότερο την κρίση των απλών ανθρώπων στα βιβλία. Ανθρώπων που σαν και μένα διάβαζαν ένα βιβλίο για να περάσουν ευχάριστα, για να πάρουν ότι είχε να τους δώσει ή για να μάθουν ό,τι είχε να τους διδάξει, αν είχε.
Χωρίς να εμπλέκονται εκδοτικοί οίκοι, γνωστοί συγγραφέων ή όποιουδήποτε είδους συμφέρον. Οχι ότι η κρίση των κατ'επάγγελμα κριτικών βιβλίου, δεν μετράει. Εννοείται πως ναι αλλά εγώ δεν είμαι απ'αυτούς. Όπως και οι περισσότεροι από εσάς. Απλοί αναγνώστες λοιπόν, απλές και οι κριτικές μας. Στείλτε μας λοιπόν την κριτική σας για κάτι που διαβάσατε, στο mail μας, και θα δημοσιευτεί στην συγκεκριμένη σελίδα.
Σας ευχαριστώ
Νέρη

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ
ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Συγγραφέας
Λένα Κιτσοπούλου
Εκδοτικός Οίκος
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Κατηγορία
Ελληνική Λογοτεχνία
Σελίδες
227
ISBN
978-960-501-037-9


Όλα είναι δρόμος
Όλα είναι δρόμος λοιπόν, είτε ο δρόμος που έχουμε διανύσει μέχρι το σημείο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, είτε ο δρόμος που έχουμε ακόμα να καλύψουμε μέχρι να φτάσουμε στο τέλος του.
Η νέα συλλογή διηγημάτων της βραβευμένης με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω», Λένας Κιτσοπούλου, είναι ένα έργο το οποίο διατρέχεται από ιστορίες που φαίνονται καθ’ όλα πραγματικές, πράξεις που στοιχειοθετούν την ανθρώπινη ελλειπτικότητα, γεγονότα που αποκαλύπτουν τον οξυδερκή συναισθηματισμό της ψυχής.
Στο συγκεκριμένο έργο η Λένα Κιτσοπούλου παρουσιάζει ιστορίες που μοιάζουν εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, όμως με μια προσεκτικότερη ματιά διαφαίνεται ο κοινός άξονας που τις ενώνει, η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία και η πολυσχιδής εκδήλωσή της. Από τον παραλογισμό ενός χωριού στην απέχθεια της άνοιξης και από το πάτωμα των αναμνήσεων στις αλυσίδες του παρελθόντος. Από τη μοναξιά του έρωτα στη σιωπή της νύχτας και από το θάνατο στο ταχυδρομείο στην επιστροφή στην πατρίδα. Και τέλος από την απώλεια της αγάπης στη μύγα και την κατάθλιψη, ίσως το πιο ωραίο διήγημα που περιλαμβάνεται στο παρόν έργο.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των δέκα διηγημάτων μου ήρθε στο μυαλό μια τρελή σκέψη και αποφάσισα να τη γράψω ακριβώς όπως τη σημείωσα: το έργο της Λένας Κιτσοπούλου είναι ένα συνδυασμός Guillermo Arriaga (Amores Perros, Babel, 21 Grams) με τους διαλόγους που τοποθετεί στην αρχή των ταινιών του ο Κουέντιν Ταραντίνο σε μορφή τρόπον τινά πρόζας. Η δυνατή και επιδραστική αφήγηση της συγγραφέως φυσικά θα μπορούσε να παραλληλισθεί και με άλλους σπουδαίους συγγραφείς, όπως ο Μπουκόφσκι, ο Κάφκα κ.ά.
Γράφοντας άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, το παρόν έργο παρουσιάζει χαρακτήρες καθ’ όλα ανθρώπινους, με τα πάθη τους, τις ανάγκες και τις ελλείψεις τους, τις προσδοκίες και τον αμοραλισμό τους. Η χειμαρρώδης γραφή σε συνδυασμό με την αφοπλιστική και ειλικρινή γλώσσα δημιουργούν μια σύνθεση ιδιαίτερης λογοτεχνικής πραγματικότητας και αξίας. Το στοιχείο όμως που με εντυπωσίασε κατά την ανάγνωση του βιβλίου, ήταν η κατακλείδα κάθε διηγήματος, προτάσεις που συμπυκνώνουν το νόημα των προηγούμενων αράδων, αλλά και εξυψώνουν καταληκτικά την ουσία του κειμένου.
Μια εξαιρετική συλλογή διηγημάτων, που τη συστήνω χωρίς δεύτερη σκέψη σε εκείνους που λατρεύουν την αληθινή λογοτεχνική ματιά πάνω στον άνθρωπο και που δεν φοβούνται να συγκρουστούν με την ηθικοπλαστική μεμβράνη του συνόλου.
 Στέφανος Ξένος
ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Συγγραφέας
Ανν Ζουρούδη
Εκδοτικός Οίκος
ΚΕΔΡΟΣ
Κατηγορία
Ελληνική Λογοτεχνία
Σελίδες
334
ISBN
978-960-04-4146-8
Ένας από μηχανής Πουαρ?
Το έργο της Ανν Ζουρούδη, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγγλία, περιλαμβάνει αστυνομικές ιστορίες που σχετίζονται με την Ελλάδα, είτε επειδή είναι τοποθετημένες σε αυτήν είτε επειδή έχουν στοιχεία από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Αυτό είναι φανερό από το όνομα που επιλέγει να δώσει στον ιδιόρρυθμο ντετέκτιβ της: Ερμής Διάκτορος.
Σε ένα μικρό νησί, τη Θίμινο, οι αρχές βρίσκουν το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας που είχε εξαφανιστεί. Λίγο αργότερα, η τοπική αστυνομία χαρακτηρίζει το θάνατο ατύχημα και κλείνει την υπόθεση. Ένας ξένος, όμως, εμφανίζεται ξαφνικά από την Αθήνα και αρχίζει να σκαλίζει την υπόθεση. Το όνομά του είναι Ερμής Διάκτορος και είναι αποφασισμένος να μάθει τι έχει συμβεί. Αρχίζοντας την έρευνά του ανακαλύπτει ότι η νεκρή κοπέλα, η οποία ήταν παντρεμένη με έναν αρκετά μεγαλύτερο άντρα, είχε σχέση με τον Θοδωρή, έναν επίσης παντρεμένο. Μήπως πρόκειται για έγκλημα πάθους ή για αυτοκτονία; Ο Ερμής δεν σταματά και ψάχνοντας ανακαλύπτει ότι αρκετοί ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να κάνουν το έγκλημα. Ο εραστής, ο απατημένος σύζυγος, η απατημένη σύζυγος, ο αδίστακτος διοικητής του αστυνομικού τμήματος. Το ζήτημα είναι ποιος είχε αρκετό μίσος για να το διαπράξει.
Μέσα από μια κατά κύριο λόγο τριτοπρόσωπη αφήγηση, με αρκετά κομμάτια όπου η νεκρή και ο εραστής της αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο, η συγγραφέας στήνει ένα μυστήριο που αναζητά λύση. Η περιγραφή της κλειστής νησιώτικης κοινωνίας είναι αρκετά πειστική: το κουτσομπολιό, οι κοινωνικοί περιορισμοί, ο στιγματισμός, όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε οποιαδήποτε μικρή, συντηρητική κοινωνία. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο έπλασε το χαρακτήρα του ντετέκτιβ. Χοντρός, ιδιόρρυθμος και ιδιότροπος φέρνει αμέσως στο μυαλό του αναγνώστη τον Ηρακλή Πουαρώ της Αγκάθα Κρίστι. Ωστόσο, το γεγονός ότι ποτέ δεν αποκαλύπτει ποιος πραγματικά τον έβαλε να ψάξει την υπόθεση, ενώ παράλληλα φαίνεται να γνωρίζει πολλά πράγματα τα οποία είναι αδύνατον να έχει μάθει, δίνουν την εντύπωση ότι αποτελεί το εκτελεστικό όργανο μιας ανώτερης δικαιοσύνης.
Γεμάτο εικόνες ελληνικού νησιού και με αρκετό μυστήριο, με μια εντυπωσιακά περιγραφική ομολογία του εγκλήματος, το μυθιστόρημα αποτελεί ένα ευχάριστο και ξεκούραστο ανάγνωσμα.
 Αφροδίτη Δημοπούλου


ΝΟΜΑΤΑΙΟΣ
Συγγραφέας
Βασίλης Ν. Κουνέλης
Εκδοτικός Οίκος
ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Κατηγορία
Ελληνική Λογοτεχνία
Σελίδες
319
ISBN
978-960-410-627-
Με δύναμη από το Χαλάντρι
Ο Θοδωρής Μπαντουβάκης, 15 χρονών το 1978, ταξιδεύει με την οικογένειά του προς την Παψολύπη της ορεινής Αρκαδίας με το ολοκαίνουριο Ρενό 10 του πρωτόπειρου στην οδήγηση πατέρα του. Στη διάρκεια του πολύωρου ταξιδιού, «ανασταίνεται» η Ελληνική Μυθολογία μέσ’ από τις αφηγήσεις, εν είδει εξέτασης στον πίνακα, των εκπαιδευτικών (δασκάλων) γονέων και τις σιωπές του πρωτότοκου Πέτρου. Στο χωριό ζει η γιαγιά Γιαννού, πηγή σοφίας και παρηγοριάς. Στη διάρκεια των ολιγοήμερων καλοκαιρινών διακοπών θα αναβιώσουν οι ιστορίες του θείου Γιώργη –μπλεγμένες με των άλλων χωριανών στον τόπο και το χρόνο-, και θα γεννηθεί ο πρώτος έρωτας με τη Βάσω. Πίσω στην Αθήνα, η νέα σχολική χρονιά θα ξεκινήσει με την πολιτική ένταξη στον «Ρήγα» και θα φθάσει έως το πρώτο επίσημο σκασιαρχείο-επανάσταση στην καθεστηκυία τάξη, που είναι ταυτόχρονα και απελευθέρωση από τα δεσμά της εικόνας του «καλού παιδιού» και του επιμελούς μαθητή και πράξη ανεξαρτησίας.
Διαβάζοντας τον «Νοματαίο» του δικηγόρου Βασίλη Κουνέλη (γενν. 1964), ξαναπηγαίνεις πίσω, στην Ελλάδα του τέλους της δεκαετίας του ’70, στις γειτονιές του Χαλανδρίου (ή Χαλαντρίου, όπως το λένε οι ντόπιοι) αλλά και στα δρομάκια και τις πλατείες ενός χωριού και στα ατέλειωτα ελληνικά σόγια. Θείοι, ξαδέλφια, συντοπίτες και κοντοχωριανοί, συναποτελούν τη μικρή κοινωνία στην οποία εντάσσεται αυτός ο έφηβος, ο οποίος μεγαλώνει προστατευμένος μεν στα όρια της οικογενειακής νομιμοφροσύνης, έτοιμος δε να ξανοιχτεί στο πέλαγος της μεγάλης κοινωνίας της Αθήνας, της Ελλάδας γενικότερα, για ν΄αφήσει το (όποιο) στίγμα της γενιάς του.
Χειμαρρώδης και πνευματώδης ο λόγος, διανθισμένος με λέξεις της τοπικής διαλέκτου, παρασέρνει κι εμάς σ΄ένα (κάποτε) νοσταλγικό ταξίδι, σε μια εποχή που νομίζαμε πως είχαμε αφήσει πίσω μας, όμως παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας.
 Βασιλική Χρίστη

ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ

Πίσω από τις γραμμές

Φανταστείτε ένα βιβλιοπωλείο, ειδικευμένο στο μυθιστόρημα, που θα υποδέχεται με το σταγονόμετρο τις νέες κυκλοφορίες, που δεν θ' ανατροφοδοτεί τους πάγκους του από τις λίστες των μπεστ σέλερ, ούτε θα υποκύπτει στις οικονομικές διευκολύνσεις και τις μεθόδους μάρκετινγκ των μεγάλων εκδοτών.
Ενα βιβλιοπωλείο εξοπλισμένο με «αριστουργήματα» όλων των εποχών απ' όλες τις ηπείρους, που θα εξαρτά την επιβίωσή του από την εκτίμηση μιας υποψιασμένης, απαιτητικής πελατείας, στα μάτια της οποίας η λογοτεχνία δεν είναι μόνο μια ανεξάντλητη πηγή απόλαυσης, αλλά κι ένας τρόπος μαθητείας στην τέχνη της ζωής.
Τι περιθώρια υπάρχουν σήμερα για μια τέτοια επιχείρηση; Πόσο θα άντεχε μια τέτοια όαση σ' ένα τοπίο πλήρους εμπορευματοποίησης των πάντων; Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι βρίσκεται ο μαικήνας με τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη δημιουργία της, τι μας διαβεβαιώνει ότι η «ελιτίστικη» πολιτική της δεν θα γύριζε σαν μπούμερανγκ εναντίον της, έχοντας προκαλέσει την ευθιξία, τον φθόνο, ακόμα και το μίσος των εξοβελισμένων απ' αυτήν; Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, τι σημαίνει «καλό» μυθιστόρημα; Ποιος το αποφασίζει; Πώς ιεραρχούνται οι αισθητικές μας προτιμήσεις; Είναι ή δεν είναι το γούστο υποκειμενικό;
Ιδού μερικά από τα ερωτήματα που θέτει η γαλλίδα δημοσιογράφος, κριτικός και συγγραφέας Λοράνς Κοσέ στο «Καλό Μυθιστόρημα» (μετ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Πόλις), το δεύτερο βιβλίο της μετά την «Απόδειξη» που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Κι όπως σ' εκείνο συνδύαζε την αστυνομική πλοκή με την θεολογία και τον πολιτικό στοχασμό, έτσι και σ' αυτό, υιοθετεί και πάλι τις τεχνικές του σασπένς και του μυστηρίου για να εξερευνήσει τα ήθη του παρισινού λογοτεχνικού μικρόκοσμου και της σύγχρονης βιβλιαγοράς, μέσα από το χρονικό ενός ανάλογου, επινοημένου εγχειρήματος, τόσο αμφιλεγόμενου όσο και ουτοπικού...
Ο τίτλος του μυθιστορήματος της Κοσέ ταυτίζεται με την επωνυμία του μικρού, επιλεκτικού βιβλιοπωλείου που στήνουν στην αριστερή όχθη του Παρισιού οι βασικοί ήρωές της, η Φραντσέσκα και ο Ιβάν -μια αριστοκράτισσα κι ένας μποέμ. Κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, η πρώτη, είναι μια όμορφη, εσωστρεφής γυναίκα που παλεύει να συμφιλιωθεί με τον πρόωρο θάνατο της κόρης της πλάι σ' έναν όλο και πιο κυνικό σύζυγο, αποφασισμένη να κάνει κάτι για το κοινό καλό. Οσο για τον Ιβάν, είναι ένας ιδεαλιστής βιβλιοπώλης, απομεινάρι του Μάη του '68, πρώην δάσκαλος, πρώην περιπλανώμενος χίπις με λερωμένο ποινικό μητρώο, που ακολουθεί την Φραντσέσκα από τις Αλπεις στην πρωτεύουσα, αισιόδοξος μεν για το πείραμά τους, αλλά κι εντελώς ανύποπτος για τον θρίαμβο που θα γνωρίσουν και για τον λυσσαλέο πόλεμο που θα δεχτούν.
Ολα αυτά, ο αναγνώστης τ' ανακαλύπτει καθ' οδόν και αναδρομικά, στο πλαίσιο μιας άτυπης αστυνομικής έρευνας που διεξάγεται υπό το βλέμμα ενός βιβλιοφάγου ανακριτή. Αφορμή γι' αυτήν, οι βίαιες επιθέσεις που δέχονται τρεις φιλήσυχοι πολίτες, σε διαφορετικά σημεία της χώρας, κι ενώ το «Καλό βιβλιοπωλείο» έχει συμπληρώσει έναν χρόνο ζωής. Κοινό χαρακτηριστικό των θυμάτων είναι η συγγραφική τους ιδιότητα. Κι ακόμα, η συμμετοχή τους, μέσα σε συνθήκες άκρας μυστικότητας, στην οχταμελή επιτροπή που είχαν συστήσει ο Ιβάν και η Φραντσέσκα, προκειμένου να καταλήξουν στη βασική συλλογή των «καλών» μυθιστορημάτων του καταστήματος.
Μέσα σ' ένα χρόνο, κι έπειτα από μια σοφά σχεδιασμένη -και πανάκριβη- διαφημιστική εκστρατεία, το «Καλό βιβλιοπωλείο» έχει γίνει το αγαπημένο θέμα συζήτησης των Παριζιάνων, έχει πυροδοτήσει ένα σωρό άρθρα στον τύπο και στο Διαδίκτυο, και μολονότι έχει διευρύνει σημαντικά το πιστό κοινό του, όχι μόνο έχει αποκτήσει ανταγωνιστές στον ίδιο δρόμο αλλά βλέπει να πολλαπλασιάζονται γύρω του κι εκείνοι που λατρεύουν να το μισούν. Ποιος είναι άραγε ο ιθύνων νους των παραπάνω επιθέσεων; Σε τι αποσκοπεί; Είναι ο ίδιος που τροφοδοτεί τον τύπο με προσωπικά δεδομένα της Φραντσέσκα και του Ιβάν; Η Κοσέ κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον -ακόμα και το ποιος αφηγείται την όλη ιστορία, μόνο προς το τέλος διευκρινίζεται- αλλά η ουσία του βιβλίου της, προφανώς, βρίσκεται αλλού.
Μυθιστόρημα που ανατέμνει τους μηχανισμούς της εκδοτικής βιομηχανίας υπογραμμίζοντας τις συνέπειες της πληθωρικής της προσφοράς, το «Στο Καλό Μυθιστόρημα» μας καλεί να είμαστε πιο επιφυλακτικοί με τις σειρήνες της επικαιρότητας και με τους ενορχηστρωμένους ύμνους για βιβλία «γραμμένα στο πόδι», «φτιαγμένα για ν' αρέσουν», άψογα λανσαρισμένα στην αγορά. Μας καλεί να επιστρέψουμε σ' έργα δοκιμασμένα στο χρόνο, διαδεδομένα στόμα με στόμα, καρδιά με καρδιά, τα οποία «δεν παραγνωρίζουν τίποτα από την ανθρώπινη τραγωδία, τίποτα από τα καθημερινά θαύματα», αλλά θάβονται κάτω από έργα του συρμού, αν δεν εξαφανίζονται οριστικά από τα ράφια.
Η Κοσέ είναι γενναιόδωρη σε παραδείγματα. Εξ ου και το πολυσέλιδο λεξικό τίτλων και ονομάτων που συνοδεύει την ελληνική έκδοση του βιβλίου της, κι όπου συναντά κανείς από τον Θορό και τον Σταντάλ ώς τον Ναμπόκοφ και τον Πίντσον, κι από την Αντόνια Μπάιατ ή τον Πίτερ Κάρεϊ ώς την Αγκότα Κρίστοφ, τον Τζον Μπέργκερ, τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, τον Πιέρ Μισόν. Κι ενώ αναφέρεται, άλλοτε ευθέως κι άλλοτε υπαινικτικά, σε δεκάδες εκπροσώπους της λογοτεχνικής και δημοσιογραφικής σκηνής της πατρίδας της, δεν μνημονεύει ούτε έναν ομότεχνό της από εκείνους που διατηρούν πόστα εξουσίας στον τύπο, σε εκδοτικούς οίκους, σε επιτροπές βραβείων ή σε άλλους ακαδημαϊκούς θεσμούς. Λογικό. Οσο ανθούν οι σχέσεις διαπλοκής στο χώρο, τόσο περισσότερο θολώνονται τα λογοτεχνικά νερά.
Θα περιλαμβανόταν άραγε το μυθιστόρημα της Κοσέ σ' ένα βιβλιοπωλείο σαν κι αυτό που επινόησε; Οχι απαραίτητα, αποφάνθηκαν ορισμένοι συμπατριώτες της κριτικοί, δυσαρεστημένοι από τις «κοιλιές» της πλοκής, κυρίως. Σε γενικές γραμμές, εν τούτοις, υποκλίθηκαν στο ζήλο της να πλέξει το εγκώμιο της λογοτεχνίας, μέσα από ένα «προγραμματικό» μυθιστόρημα, μεταξύ λιβέλου και ρεπορτάζ, μεταξύ θρίλερ και ρομάντζου, σαν διδακτικό παραμύθι για μεγάλους. Περιττό να πούμε ότι κάθε ομοιότητά του μ' όσα συμβαίνουν στη δική μας βιβλιαγορά, μόνο συμπτωματική δεν είναι. 7



Ισόβιοι δεσμοί

Τι σχέση έχει ο Νίκος Κούνδουρος με τον Τζόναθαν Φράνζεν, τον πιο πολυσυζητημένο αμερικανό συγγραφέα της τελευταίας δεκαετίας; Ο ίδιος καμία.
Ο «Δράκος» του, όμως, φαίνεται πως εντυπωσίασε κάποτε τον δημιουργό των «Διορθώσεων» σε τέτοιο σημείο, ώστε να του αφιερώσει μερικές σελίδες στην «Ελευθερία», το καινούριο κι επίσης πολύκροτο μυθιστόρημά του. Μια φιλόδοξη σύνθεση, αντίστοιχων διαστάσεων με την προηγούμενη που το 2001 είχε αποσπάσει το National Book Award, επικεντρωμένη και πάλι στο προσφιλές θέμα του Φράνζεν, την οικογένεια, η οποία αναμένεται στο τέλος της βδομάδας από την «Ωκεανίδα», σε μετάφραση Ρένας Χάτχουτ.
Αυτό το ασπρόμαυρο ελληνικό φιλμ είναι που παρακολουθούν σε δωρεάν προβολή, «περιστοιχισμένοι από άδεια καθίσματα», οι κεντρικοί ήρωες της «Ελευθερίας», η Πάτι και ο Γουόλτερ Μπέργκλαντ, στο πρώτο «κανονικό» ραντεβού τους ως φοιτητές. Κι όπως ο φιλήσυχος, διοπτροφόρος λογιστής της ταινίας γαντζώνεται από την ευκαιρία να δώσει νόημα στη ζωή του αλλάζοντας ταυτότητα, δέσμιος ταυτόχρονα των προσδοκιών της ομάδας που τον ανακηρύσσει αρχηγό της, έτσι κι οι Μπέργκλαντ, χρόνια αργότερα, όταν τα παιδιά τους θα έχουν φύγει πια από το σπίτι, θα επιδιώξουν να κάνουν μια νέα αρχή μετακομίζοντας στην Ουάσιγκτον, δέσμιοι με τη σειρά τους των ματαιώσεων που έχουν βιώσει αλλά και των όσων καλών έχουν ήδη μοιραστεί.
Για τα δεσμά μιλάει κυρίως ο Φράνζεν στο βιβλίο του. Για τις αλυσίδες που μας κρατάνε σε μια σχέση, σ' έναν γάμο, σε μια οικογένεια, αυτές που φιλοδοξούμε να σπάσουμε μέχρι να διαπιστώσουμε ότι το τίμημα της ελευθερίας μπορεί να είναι ακόμα πιο βαρύ. Κι είναι σαν να λέει στους συμπατριώτες του ότι το λυσσαλέο κυνήγι της ελευθερίας σε ατομικό επίπεδο, πέρα από μοναξιά, φέρνει και τύφλωση. Γιατί πώς ν' αντιληφθείς τις συνέπειες της πολιτικής που ακολουθούν οι ΗΠΑ ανά τον πλανήτη, ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν χώνεσαι όλο και πιο βαθιά στον εαυτό σου, εκχωρώντας στην πολιτικο-οικονομική ελίτ της υπερδύναμης κάθε μερίδιο ευθύνης που σου αναλογεί;
Εργο «παλιομοδίτικο», στο μέτρο που θυμίζει κοινωνικές τοιχογραφίες του 19ου αιώνα σαν αυτές που έδωσαν ο Ντίκενς και ο Τολστόι, με αναφορές που καλύπτουν από το «Πόλεμος και Ειρήνη» ώς την «Εξιλέωση» του Μακ Γιούαν, και με κλεισίματα του ματιού προς τον Πίντσον ή τον Μπομπ Ντίλαν, η «Ελευθερία» δεν παύει να είναι καρπός και καθρέφτης της εποχής που διανύουμε. Υιοθετώντας από την αρχή ώς το τέλος την τριτοπρόσωπη αφήγηση, και ξεδιπλώνοντας την πλοκή ώς το 2009 με διαρκή πισωγυρίσματα στον χρόνο, ο Τζόναθαν Φράνζεν παρακολουθεί τις περιπέτειες των λευκών, μορφωμένων, μεσοαστών Μπέργκλαντ, συνδέοντάς τες με τα ήθη και τις περιπέτειες της σημερινής Αμερικής.
Ωστόσο, οι καλύτερες από τις σχεδόν οχτακόσιες σελίδες του βιβλίου του, δεν είναι αυτές όπου, με περίσσευμα ειρωνείας, καταγγέλλονται οι μπίζνες που στήθηκαν πάνω στα συντρίμμια του Ιράκ, ούτε εκείνες όπου ο Γουόλτερ Μπέργκλαντ, μέσα στην αφέλειά του, γίνεται κάποια στιγμή πιόνι της βιομηχανίας άνθρακα εν ονόματι της περιβαλλοντικής του ευαισθησίας και του αγώνα του ενάντια στον υπερπληθυσμό της γης. Οι πιο μεστές σελίδες της «Ελευθερίας», αυτές που σε ωθούν ν' αναλογιστείς τις δικές σου προσδοκίες και «δουλείες», εστιάζουν στην ιδιωτική ζωή του πρωταγωνιστικού ζεύγους: στις τραυματικές σχέσεις που είχαν η Πάτι και ο Γουόλτερ με τους γονείς τους και στα λάθη που έκαναν αναθρέφοντας τα παιδιά τους βαυκαλιζόμενοι ότι στήνουν την τέλεια οικογενειακή φωλιά, καθώς και στα διλήμματα που τους ταλανίζουν όταν συνειδητοποιούν τον καταπιεσμένο ερωτισμό τους ή τις ακυρωμένες επαγγελματικές φιλοδοξίες τους και πάλλονται από την επιθυμία ν' αυτοπροσδιοριστούν ξανά.
Πώς είναι να σε βιάζουν στο πρώτο κιόλας εφηβικό ραντεβού σου, αλλά οι δικοί σου -φιλελεύθεροι μποέμ, κατά τα άλλα- να κλείνουν τα μάτια, θαμπωμένοι από το κοινωνικό στάτους του βιαστή; Πώς γίνεται να είσαι η καλύτερη «φιλενάδα» με τον γιο σου, και να καταλήγεις να σε αντιμετωπίζει σαν το χειρότερο εχθρό που είχε ποτέ; Με τι κριτήρια διαλέγουμε τους φίλους μας; Τι κενά αναπληρώνει μέσα μας ο σύντροφός μας; Τι μας οδηγεί στην απιστία; Πώς διαχειριζόμαστε τη ζήλια ή την απόρριψη; Πόσα είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε προκειμένου να μην αναμετρηθούμε ευθέως με τις σκοτεινές πλευρές μας; Και τι τελικά μπορεί να κρατήσει δύο διαφορετικούς ανθρώπους ενωμένους, όταν από την πολλή οικειότητα έχουν παραγνωριστεί;
Τέτοια ερωτήματα θέτει ο Φράνζεν, μπαίνοντας για τα καλά στο πετσί των ηρώων του, αφουγκραζόμενος με κατανόηση και τις πιο μύχιες σκέψεις τους, κλέβοντας, χωρίς αναστολές, από τις πιο προσωπικές τους στιγμές. Κι ενώ σχηματίζονται κι άλλα ερωτικά τρίγωνα στο βιβλίο του, ένα κυρίως διεκδικεί αμείωτη την προσοχή μας ώς το τέλος: αυτό που συνθέτουν η αποξενωμένη από την νεοϋορκέζικη οικογένειά της Πάτι (παλιό αστέρι του πανεπιστημιακού μπάσκετ που βάζει σκοπό να εξελιχθεί σε υποδειγματική μάνα και νοικοκυρά), ο αφοσιωμένος σ' εκείνην Γουόλτερ (συνετός επαρχιώτης δικηγόρος που θα μεγαλοπιαστεί συγχρωτιζόμενους με τους ισχυρούς κύκλους της Ουάσιγκτον) και ο κοινός τους φίλος, από τα φοιτητικά τους χρόνια, Ρίτσαρντ Κατς (ένα αστέρι της εναλλακτικής μουσικής σκηνής, φτυστός με τον Καντάφι στα νιάτα του, μπερμπάντης μεν αλλά ειλικρινής, ταλαντούχος, με αρχές).
Αν το ζεύγος Λάμπερτ των «Διορθώσεων» αποτελούσε μια «καρτουνίστικη» εκδοχή των γονιών του Φράνζεν, οι Μπέργκλαντ της «Ελευθερίας» είναι, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος κατ' επανάληψη, προϊόντα καθαρόαιμης επινόησης. Κάτι άλλο που άλλαξε μέσα του στο μεσοδιάστημα, ήταν κι η εγκατάλειψη της προσπάθειας «να εντυπωσιάζει τους αναγνώστες με μια σπινθηροβόλα πρόζα», όπως έγραψε το «Time», στο ίδιο εκείνο τεύχος με τον Φράνζεν στο εξώφυλλο. Ο συγγραφέας της «Ελευθερίας» δεν ανήκει σ' εκείνους που αγωνιούν να εντυπωσιάσουν με την πρωτοτυπία της φόρμας το ακαδημαϊκό κοινό. Γράφει ιστορίες με τα υλικά του καιρού του, που μπορούν όλοι να κατανοούν. Ιστορίες χωρίς ζόμπι, χωρίς κλέφτες κι αστυνόμους, χωρίς σαφή στρατόπεδα καλών και κακών, με ανθρώπους που μας μοιάζουν κι ας μας χωρίζει ένας ωκεανός.

ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ

Η Ελληνική οικογένεια στο ντιβάνι

Σαράντα πέντε χρόνια ψυχαναλυτής, από τους πιο περιζήτητους στην Αθήνα κι από τους πιο αναγνωρίσιμους τελευταία χάρη στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, ο Ματθαίος Γιωσαφάτ, τόσο από τα διαβάσματά του όσο και από την κλινική του εμπειρία, έχει πια πειστεί: «Η ψυχανάλυση», ισχυρίζεται, «δεν είναι θρησκεία, δεν εξηγεί τα πάντα, έχει πολλά σκοτεινά και αντιφατικά στοιχεία, αλλά είναι η μόνη θεωρία κι επιστήμη που εξηγεί τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, κίνητρα που έχουν τα αίτιά τους στον ασυνείδητο ψυχικό κόσμο του βρέφους, του παιδιού, του ενήλικα».
Αυτός ο κρυμμένος κόσμος ήταν που πρόσφερε και στον ίδιο τα κλειδιά για να κατανοήσει βαθύτερα και τον εαυτό του και την ανθρώπινη περιπέτεια, κι απ' αυτόν αντλεί το υλικό για το νέο του βιβλίο «Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια» (εκδ. Αρμός).
Τι ρόλο παίζουν οι γονείς στο μεγάλωμα του παιδιού τους; Ποια είναι τα σοβαρότερα λάθη που μπορεί να κάνουν, ακόμα κι όταν εμφορούνται από τις καλύτερες των προθέσεων; Και σε ποιο βαθμό η συμπεριφορά τους καθορίζεται από τα όσα έχουν βιώσει και οι ίδιοι στην πιο τρυφερή τους ηλικία; Συνδυάζοντας την ψυχαναλυτική προσέγγιση με τα νεότερα δεδομένα των νευροεπιστημών, ο Γιωσαφάτ έδωσε τον περασμένο χρόνο τέσσερις σχετικές διαλέξεις στον «Αρμό», φροντίζοντας να λύσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις απορίες των ακροατών του. Και να που, τώρα, οι παραπάνω διαλέξεις, μαζί με τις ερωταποκρίσεις που τις συνόδευσαν, κυκλοφορούν σ' έναν βατό στον καθένα τόμο που, διαβάζοντάς τον, νιώθεις την επιθυμία να τον χαρίσεις σ' όποιον μεγαλώνει παιδιά, κι ας υπάρχει κίνδυνος να τον... πληγώσεις.
Δεν είναι τυχαίο που ο Γιωσαφάτ, συμμετέχοντας επί δυόμισι δεκαετίες σε επιτροπές του υπουργείου Υγείας με την ιδιότητα του παιδοψυχίατρου, έχει αγωνιστεί για να δίνεται στις εργαζόμενες, του δημόσιου τομέα τουλάχιστον, ένας χρόνος άδειας μητρότητας μετ' αποδοχών. Ο πρώτος χρόνος θεωρείται ο σημαντικότερος όλων, τονίζει. Στη διάρκειά του καθορίζεται η προσωπικότητα του ανθρώπου, καθώς και οι πιθανότητες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, να είναι κάπως ευτυχισμένος σ' αυτή τη ζωή. Ομως, τα βρέφη πλέουν σε μια «θάλασσα». Τους πρώτους τέσσερις μήνες της ύπαρξής τους είναι σε σύγχυση, δεν έχουν αίσθηση εαυτού, ούτε αίσθηση ατομικότητας, γεγονός που τους δημιουργεί «φόβους αφανισμού», «άγχος θανάτου». Εχουν λοιπόν ανάγκη κάπου να προσκολληθούν. Κι είναι ακριβώς τα χάδια πάνω στο δέρμα τους -στο «σύνορό» τους με τον έξω κόσμο- που τα βοηθά να συνειδητοποιήσουν ότι κι αυτά κάπου αρχίζουν και κάπου τελειώνουν, δημιουργώντας τους ένα σχετικό αίσθημα ασφάλειας.
Σ' αυτό το κρίσιμο στάδιο «της ανακάλυψης του κόσμου, της γλώσσας του σώματος, των αισθημάτων, της ευχαρίστησης», η τροφή, τα χάδια, οι αγκαλιές, τα γλυκόλογα, όλα, σύμφωνα με τον Γιωσαφάτ, πρέπει να δίνονται στο μωρό από ένα, το ίδιο πάντα, πρόσωπο -κατά προτίμηση από τη μητέρα του. Κι αν κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο πρακτικά, ας δίνονται από τη Φιλιππινέζα, τη γιαγιά, τη θεία, τον πατέρα του. Το θέμα είναι να μην εναλλάσσονται οι «φροντιστές», παρατείνοντας τη σύγχυση. Τα βρέφη με τις πολλές «μητέρες» έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν κάποτε στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, φορτωμένα με άγχος, πανικούς και φοβίες. Κι αν κάποια ανάμεσά τους γίνονται πολύ επιθετικά, οργισμένοι «καπετάν φασαρίες» έτοιμοι να συγκρουστούν με κάθε μορφή εξουσίας, κάποια άλλα κλείνονται στο κουκούλι τους για τα καλά, ανήμπορα ν' αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης, επιρρεπή στην εξάρτηση από πλαστούς παραδείσους.
Εκλαϊκεύοντας τον επιστημονικό του λόγο, ο συνιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, διατρέχει τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού από τη σύλληψή του κιόλας ώς τα πέντε του χρόνια, κι αναλύει την κάθε φάση χωριστά -«στοματική», «πρωκτική», «σεξουαλική, οιδιποδειακή»- δίνοντας το περίγραμμα της επιθυμητής γονεϊκής συμπεριφοράς σε κάθε μια τους. Οπως διαβάζουμε, «οι νέοι γονείς μπερδεύονται με την ανώτερη σοφία των γονιών τους. Ακόμα κι αν δεν την βλέπουν σωστή, δεν μπορούν να την αλλάξουν εύκολα, την έχουν ενδοβάλει ήδη σχεδόν αναγκαστικά». Για να προκύψει όμως ένα «ώριμο, χαρούμενο παιδί» αντί γι' «αναρχικό» ή «υποτακτικό», πρέπει να του τίθενται και κάποια όρια, ελαστικά και ταιριαστά με την ηλικία του, ώστε να οχυρώνεται σιγά σιγά απέναντι στις ματαιώσεις που θα γνωρίζει καθώς μεγαλώνει.
Παρά τον τίτλο του, το βιβλίο παρεμπιπιπτόντως αναφέρεται στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικογένειας. Ωστόσο, η ερμηνεία του Γιωσαφάτ για την ασφυκτική σχέση που διατηρούσε, ιδίως παλιότερα, η «συνηθισμένη» ελληνίδα μάνα με το γιο της, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, μιας και πίσω από τον στερεότυπο αυτό δεσμό ο ίδιος εντοπίζει όχι περίσσευμα αλλά έλλειμμα αγάπης. Οπως υποστηρίζει, ζώντας η γυναίκα μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και υφιστάμενη ακόμα και ξυλοδαρμούς από τον σύζυγό της, στο πρόσωπο του γιου της αναγνώριζε τον μοναδικό της προστάτη, αυτόν που θα τη γηροκομούσε. Φρόντιζε λοιπόν να τον έχει του χεριού της...
Πόσο ώριμοι είναι άραγε οι σημερινοί Νεοέλληνες στο ζήτημα των σχέσεων; «Οσο πιο υπανάπτυκτη είναι μια χώρα», λέει ο Γιωσαφάτ, «τόσο πιο ανώριμοι και οι άνθρωποί της. Εξω είχα δει πολλά ζευγάρια να αγαπιούνται πραγματικά, εδώ πολύ λιγότερα. Εδώ μιλάμε γι' αγάπη, όλα τα τραγούδια είναι γι' αγάπη και κανένας δεν αγαπάει τον άλλον. Είμαστε εγωκεντρικός λαός, ο καθένας κοιτάει τον εαυτό του, δεν μπορούμε να δουλέψουμε ομαδικά». Ενώ σ' ένα άλλο σημείο του βιβλίου του επισημαίνει: «Παρ' όλο που του "Ελληνος ο τράχηλος ζυγούς δεν υπομένει", αφότου υπάρχουμε με ζυγό ζούσαμε. Είναι η πρώτη περίοδος που έχουμε πιο αυτόνομη, ώριμη και δημοκρατική ζωή. Είχαμε καθεστώτα που ήταν αυταρχικά, και εν μέρει είναι ακόμα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα υποταγμένη ως προς πολλά. Γι' αυτό μιλάμε συνέχεια για δημοκρατία, γιατί δεν υπάρχει σε μας καμιά σχέση με τις εκτός Ελλάδας αναπτυγμένες δημοκρατίες. Και μια αντίδραση σ' αυτό είναι η αναρχικότητα που καθορίζει ένα τμήμα του πληθυσμού»..
ΣΜΙΘ - ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ
Ανώνυμος είπε...

Το Σμιθ είναι εξαιρετικό. Οι πωλήσεις του, όμως, από όσο γνωρίζω,μικρές. Αναρωτιέμαι, αν δεν διαβάζουν ένα τέτοιο βιβλίο οι αναγνώστες, τι διαβάζουν.
Ν.

ΩΡΑΙΑ ΠΟΡΝΗ Η ΖΩΗ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ

«Δεν υπάρχει αυτό που λένε ομορφιά στο ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι μια μορφή αυταπάτης. Η μαθηματική εξίσωση του μηδέν», πίστευε ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο μεγαλύτερος Αμερικανός ποιητής κατά τον Σαρτρ. Η αληθινή ομορφιά – έλεγε - είναι θέμα χαρακτήρα. «Όχι πόσο αψιδωτά είναι τα φρύδια. Είχα ακούσει για ένα σωρό γυναίκες ότι είναι όμορφες. Ε, όταν τις είδα, ήταν σαν να κοίταζα μέσα σε ένα πιάτο σούπα».

Προσανατολισμένος στην έμπνευση της άγριας πόλης και της συγγραφής που έλκει τον εξαγνισμό, ο Χρήστος Τζαβάρας στα 27 του αποκαλύπτει το ημερολόγιο ενός εφήβου. Αφτιασίδωτο και γυμνό, όπως οι επιλογές της ηλικίας του. Γυναίκες και ποτό ο καμβάς. Φλερτ με την παρανομία και την ανυπακοή.

Ο Μπουκόφσκι δημιουργεί με τη γραφή του μια ανθρώπινη κωμωδία, με την έννοια του έργου αλλά και τη διαρκή παρουσία του χιούμορ. Το ημερολόγιο του «μικρού» Χρήστου αυθαδιάζει και αυτοσαρκάζεται. Οι σελίδες του με τον τίτλο «Ωραία πόρνη η ζωή» (εκδόσεις Ποταμός) κυκλοφορεί την Τρίτη 8 Μαρτίου. Είναι η απόπειρα ενηλικίωσής του, φέρει την υπογραφή του και όχι το ψευδώνυμό του Χρήστος Πύρανθος και είναι αφιερωμένο στα κορίτσια του.

«Μεσάνυχτα. Αξίζει να γράφω. Χθες από το πουθενά, όταν ήμουνα με την Άννα, μου έστειλε μήνυμα η Δάφνη. Δεν το περίμενα. Με κάλεσε να πάω να τη βρω με τις φίλες της το βράδυ στο Κολωνάκι.
Επεισοδιακή νύχτα. Πήγαμε με τον Πρόδρομο και τον Ιάσονα και τις βρήκαμε. Πανέμορφα κορίτσια. Όλοι τρελαθήκαμε. Έβαλα έξι άτομα στο αυτοκίνητό μου και φθάσαμε στου Ψυρρή σε ένα πάρτι. Εκεί φαγώθηκα παθιάρικα με το μωρό μου: 19 χρονών, ξανθιά, ωραία κοπέλα. Της είπα να πάμε σπίτι μου για το υπόλοιπο της βραδιά. Δεν αρνήθηκε.

Φύγαμε. Έτρεχα με όσα να’ναι στην Εθνική ώσπου μας σταμάτησε ένα γιγάντιο μπλόκο στα διόδια: 224 έγραψε το ραντάρ. Έγινε χαμός. Για δέσιμο ήμουνα! Αυτόφωρο και τέτοια, μου λέγανε. Παίξαμε ψιλοθέατρο. Τελικά με άφησαν και έφυγα. Αλλά μου πήραν πινακίδες, δίπλωμα, άδεια. Και δικαστήριο μου έκοψαν. Δεν μπορώ να οδηγώ για τριάντα ημέρες. Να δούμε το πρόστιμο!

Με τα πολλά καταφέραμε να έρθουμε σπίτι εγώ και η Δάφνη. Μέχρι το πρωί κάναμε τρέλες. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά.
Στις κοπέλες τα καταφέρνω, σε όλα τα άλλα τα έχω σκατώσει».
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών

ΝΟΜΑΤΑΙΟΣ - ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΝΕΛΗΣ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ

Νοματαίος του Βασίλη Κουνέλη
γράφει η Ελισάβετ Σπαντιδάκη
Πρωταγωνιστής ο Θοδωρής Μπαντουβάκης. Χρονολογία: 1978. Μόλις 15 χρονών και σχετικά «άβγαλτος», μας διηγείται την ιστορία του όπως θα την ήθελε μέσα από γεγονότα, εμπειρίες, σκέψεις και όχι μόνο. Χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς παρεμβολές τρίτων. Κι αυτό είναι το πρώτο που προσέχεις στο βιβλίο του Βασίλη Κουνέλη: η απελευθέρωση του από νόρμες και επιταγές που ορίζουν μια συντεταγμένη αφήγηση.

Ο πρωταγωνιστής είναι δεκαπεντάχρονος και μιλάει από τη σκοπιά ενός παιδιού στην ηλικία αυτή, το οποίο μεγάλωσε τη δεκαετία του ’70, μεταφέροντας αυτούσιο το κλίμα της. Η ατμόσφαιρα μυρίζει καλαμπόκι στα κάρβουνα στο δρόμο, από κάπου ακούγεται ο Σαββόπουλος, δεν υπάρχουν υπολογιστές και κινητά. Το οικογενειακό τους είναι ένα απλό Ρενό 10, που μπαίνει μέσα του σύσσωμη όλη η οικογένεια για να πάνε στην καθιερωμένη επίσκεψη. Ο πρώτος έρωτας, η Βάσω, που την κρυφοσυναντά και προσπαθεί να της κρατήσει το χέρι. Το πρώτο φιλί που είχε άλλες διαστάσεις, έκρυβε άλλα συναισθήματα. Η προσπάθειά του να καταλάβει τους μεγάλους, τι συζητούν για τη χώρα, τι συμβαίνει σ’ αυτήν, τι συμβαίνει στην ίδια του την οικογένεια.
Γυρνώντας τις σελίδες του βιβλίου μπορεί κανείς να ζήσει καταστάσεις είτε που τις ξέρει, είτε τις έχει ακούσει, ή απλά έχει μεγαλώσει μ’ αυτές. Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στο μυθιστόρημα αυτό είναι το ύφος και η γραφή του Β. Κουνέλη. Χειμαρρώδης, πηγαία, αδιάκοπη γραφή, μεταφέρει ακριβώς το πάθος, την ένταση και την ορμή ενός εφήβου 15 χρονών.
Κάτι που επίσης εκπλήσσει ευχάριστα τον αναγνώστη του μυθιστορήματος είναι το χιούμορ του συγγραφέα. Μοναδικό, ξεκαρδιστικό, νοσταλγικό. Μια διάθεση που ταυτοποιεί άμεσα το ύφος του συγγραφέα και τον κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο.
Ένα μυθιστόρημα- ταξίδι νοσταλγικό. Ένα μυθιστόρημα που διαδίδεται από χέρι σε χέρι, από στόμα σε στόμα. Θυμίζει Σάββατο βράδυ στις γειτονιές του Πειραιά, στα στενά της επαρχίας, με τα παιδιά να παίζουν μπάλα και τους νέους να αγωνιούν για την έξοδό τους. Χρόνια αθωότητας, αισιόδοξα, μελαγχολικά και γεμάτα. Μιας Ελλάδας που έχει φύγει ανεπιστρεπτί, μοναδικής, που μόνο μέσα από τις μαρτυρίες, αναμνήσεις και τα μυθιστορήματα αναβιώνει.